ρομάντζα — ρομάντζα, η και ρομάντσα, η (λ. ιταλ.) 1. μικρό τραγούδι ή σύντομη μουσική σύνθεση ήπιου και τρυφερού χαραχτήρα: Μερικοί Ιταλοί καλλιτέχνες έχουν συνθέσει ωραίες ρομάντζες. 2. ρεμβασμός, ποιητική διάθεση, τοποθεσία που γεννά τέτοια διάθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρομάντσα — (Μουσ.). Σύνθεση για τραγούδι και πιάνο, σε παθητικούς τόνους, που είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία κυρίως στους κύκλους των σαλονιών του 19ου αι. Προέρχεται από τη γαλλική romance του 18ου αι., προσφιλέστατη στον Ρουσό (σύνθεσε και ο ίδιος ρ.) για … Dictionary of Greek
ρομαντζάρω — και ρομαντσάρω και ρωμαντζάρω και ρωμαντσάρω Ν ρεμβάζω, ονειροπολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. romantzare (βλ. λ. ρομάντζα)] … Dictionary of Greek
ρωμάντζα — και ρωμάντσα, η, Ν βλ. ρομάντζα … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Λέγκερ, Κάρελ — (Karel Leger, Κολίν 1859 – 1934). Τσέχος συγγραφέας. Έγραψε κυρίως σατιρικά ποιήματα ή διηγήματα σε στίχους, τα πιο αξιόλογα εκ των οποίων τιτλοφορούνται Η καθημερινή ζωή (1883), Οι χίμαιρες (1884) και Σύντομα διηγήματα και σκιαγραφίες (1895).… … Dictionary of Greek
ντεκλαμάτο — (Μουσ.). Ειδική μορφή άσματος, που παίζει ρόλο ρετσιτατίβο και εκφράζεται σαν ένα ευρύτερο τραγούδι, που τείνει να αντικαταστήσει τις κλειστές μορφές (άρια, ρομάντζα, καβατίνα κλπ.) στη φωνητική μουσική και κυρίως στην όπερα. Αν και ο όρος μπορεί … Dictionary of Greek